ἀσχέτως

ἀσχημάτιστος

ἀσχηματίστως
ἀ·σχημάτιστος, ος, ον [μᾰ]
1 sans forme, sans figure, Plat. Phædr. 247c ; Arstt. Phys. 1, 7, 12 ||
2 sans figures de rhétorique, D. Phal. 67.
Étym. ἀ, σχηματίζω.