ἀσεϐῶς

ἀσείρωτος

ἄσειστος
ἀ·σείρωτος, ος, ον, qui n’a que des chevaux attelés au joug, Eur. Ion 1150 ; cf. σειραφόρος.
Étym. ἀ, *σειρόω de σειρά.