ἀσεπτέω-ῶ

ἄσεπτος

ᾄσεσθαι
ἄ·σεπτος, ος, ον, c. ἀσεϐής, Soph. O.R. 890 ; Eur. Hel. 542, etc.
Étym. ἀ, σέϐομαι.