ἀσκάλαϐος

ἀσκαλαϐώτης

ἀσκάλαφος
ἀσκαλαϐώτης, ου () [κᾰᾰ] c. le préc. Ar. Nub. 170 ; Arstt. H.A. 4, 11, 9, etc.