ἄσμενος

ἀσμένως

ἄσμηκτος
ἀσμένως, adv. avec joie, Xén. Plat. Dém. ||
Sup. ἀσμεναίτατα, Plat. Rsp. 329c, 616a.
Étym. ἄσμενος.