Ἄσπενδος

ἄσπερμος

ἀσπερχές
ἄ·σπερμος, ος, ον :
1 sans semence, Arstt. G.A. 1, 18, 57 ; en parl. de plantes, Th. H.P. 7, 4, 4 ||
2 fig. sans postérité, Il. 20, 303.
Étym. ἀ, σπέρμα.