ἀσφαλίη

ἀσφάλιος

ἀσφάλισις
ἀσφάλιος, ου () [φᾰ] qui donne la sécurité (Poseidôn) Paus. 7, 21, 7 (var. -ειος) ; Plut. Thes. 36.
Étym. ἀσφαλής ; cf. ἀσφάλειος.