ἀσφάλτιον

ἀσφαλτῖτις

ἄσφαλτον
ἀσφαλτῖτις, ιδος [ῑῐδ] adj. f. de bitume, Str. 316 ; Ἀ. λίμνη, DS. 19, 98, le lac Asphaltite ou mer Morte ||
E Acc. -ῖτιν, Jos. B.J. 1, 35, 5 ; 3, 10, 7 ; A.J. 4, 5, 1.
Étym. ἄσφαλτος.