ἀσφαλτόω-ῶ

ἀσφαλτώδης

ἀσφαλτωδῶς
ἀσφαλτώδης, ης, ες, bitumineux, Arstt. Sens. 5, 25 ; Str. 316, etc.
Étym. ἄσφαλτος, -ωδης.