ἀσπιδοφέρμων

ἀσπιδοφορικός

ἀσπιδοχελώνη
ἀσπιδοφορικός, ή, όν [πῐ] qui concerne le port d’un bouclier, Eustr. Nic. 11, 27.
Étym. ἀ. -φορος, de φέρω.