ἀσπιδόεις

ἀσπιδοπηγεῖον

ἀσπιδοπηγός
ἀσπιδο·πηγεῖον, ου (τὸ) [] fabrique de boucliers, Dém. 945, 15.
Étym. ἀσπιδοπηγός.