ἀσπιδοχελώνη

ἄσπιλος

ἀσπίνθιον
ἄ·σπιλος, ος, ον [] sans tache, Anth. 6, 252 ; NT. 1 Tim. 6, 14, etc. ; Diosc. 2, 197.
Étym. ἀ, σπίλος.