ἄσπληνος

ἀσπονδεί

ἄσπονδος
ἀσπονδεί, adv. sans trêve, d’une façon implacable, Inscr. (CIG. 2, 2053 b, 9, 300 av. J.-C.), etc. ; Phil.
Étym. ἄσπονδος.