ἀσσοτάτω

ἀσσότερος

ἀσσοτέρω
ἀσσότερος, α, ον, plus proche, Arat. (Stob. Ecl. 1, 546) ; Opp. C. 4, 121.
Étym. Cp. formé d’ἆσσον.