ἄστροφος

ἀστροχίτων

ἀστρόω-ῶ
ἀστρο·χίτων, ων, ον, gén. ονος [] à la tunique étoilée, Orph. Arg. 511, 1026 ; Nonn. D. 17, 946 ||
E Voc. -χίτων, Nonn. D. 40, 369, etc.
Étym. ἄστρον, χιτών.