ἀστρονόμημα

ἀστρονομία

ἀστρονομικός
ἀστρονομία, ας () astronomie, Ar. Nub. 201 ; Plat. Conv. 188b ||
E Ion. -ίη, Hpc. Aër. 281.
Étym. ἀστρονόμος.