Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀστροπολεύω
ἀστρούθιστος
ἀστροφαής
ἀ·στρούθιστος,
ος, ον,
non travaillé par le foulon,
Diosc.
2, 84
.
Étym.
ἀ, στρουθίζω
.