ἀστυνομία

ἀστυνομικός

ἀστυνόμιον
ἀστυνομικός, ή, όν [] qui concerne la fonction d’astynome, Plat. Rsp. 425d ; Arstt. Pol. 2, 5, 21.
Étym. ἀστυνόμος.