ἀσυζύγως

ἀσυκοφάντητος

ἀσυκοφαντήτως
ἀ·συκοφάντητος, ος, ον [] non dénoncé, non calomnié, d’où irréprochable, Eschn. 84, 44 ; Plut. Luc.
Étym. ἀ, συκοφαντέω.