ἀσύμφυλος

ἀσύμφυτος

ἀσυμφωνέω-ῶ
ἀ·σύμφυτος, ος, ον [φῠ] qui n’a pas poussé avec, Hpc. 6, 22 ; Arét.
Étym. ἀ, συμφύω.