ἀσυναίσθητος

ἀσυνακόλουθος

ἀσύνακτος
ἀ·συνακόλουθος, anc. att. ἀξυνακόλουθος, ος, ον [ᾰκ] sans suivants, sans suite, Antiph. fr. 16 Kock.