ἀσύνακτος

ἀσυνάλειπτος

ἀσυνάλλακτος
ἀ·συνάλειπτος, ος, ον [ᾰλ] non contracté par synalèphe ou par élision, Hdn gr. π. μ. λ. 7, 15.
Étym. ἀ, συναλείφω.