Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀσυγκέραστος
ἀσυγκίνητος
ἀσύγκλειστος
ἀ·συγκίνητος,
ος, ον
[
ῑ
]
seul. au sup.
ἀσυγκινητότατος,
qui met le moins en mouvement (tout le corps)
Antyll.
Étym.
ἀ, συγκινέω
.