ἀσυγκέραστος

ἀσυγκίνητος

ἀσύγκλειστος
ἀ·συγκίνητος, ος, ον [] seul. au sup. ἀσυγκινητότατος, qui met le moins en mouvement (tout le corps) Antyll.
Étym. ἀ, συγκινέω.