ἀσύγκλωστος

ἀσυγκόμιστος

ἀσύγκρατος
ἀ·συγκόμιστος, ος, ον, non apporté ensemble, non recueilli, Xén. Cyr. 1, 5, 10.
Étym. ἀ, συγκομίζω.