ἀσυντάκτως

ἀσυνταξία

ἀσύντατος
ἀσυνταξία, ας ()
1 désordre (d’une troupe) App. ||
2 défaut de coordination, mauvaise construction, Dysc. Pron. 16a.
Étym. ἀσύντακτος.