ἀσυνήθως

ἀσυνήμων

ἀσυνθεσία
ἀ·συνήμων, anc. att. ἀξυνήμων, ων, ον, gén. ονος, c. ἀσύνετος, Eschl. Ag. 1060.
Étym. ἀ, συνίημι.