ἀσύστροφος

ἀσυφάλως

ἀσύφη
ἀσυφάλως [ᾰῠᾱ] adv. dor. indignement, misérablement, Dius (Stob. Fl. 65, 16).
Étym. p. *ἀσυφήλως, de ἀσύφηλος.