ἀσημείωτος

ἀσημοκλέπτης

ἄσημος
ἀσημο·κλέπτης, ου () mot de sign. obscure, p.-ê. voleur d’argenterie ou de bijoux, Anth. 11, 360.
Étym. ἄσημος, κλέπτω.