ἀσωματία

ἀσώματος

ἀσωματότης
ἀ·σώματος, ος, ον [μᾰ] sans corps, incorporel, Plat. Phæd. 85e, etc. ||
Cp. -ώτερος, Arstt. Phys. 4, 1, 5 et 10 ; sup. -ώτατος, Arstt. An. 1, 5, 4.
Étym. ἀ, σῶμα.