ἀτάρακτος

ἀταράκτως

Ἀτάραντες
ἀταράκτως [τᾰ] adv. sans trouble, Xén. Hipp. 4, 9 ; M. Ant. 12, 3 ||
Cp. -ότερον, Plut. M. 1104b ; sup. -ότατα, Xén. Hipp. 2, 1.