ἀταρτηρός

ἀτάρχυτος

ἀτασθαλέω-ῶ
ἀ·τάρχυτος, ος, ον [] sans sépulture, Ps.-Phocyl. 99 ; Lyc. 1326.
Étym. ἀ, ταρχύω.