Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀταρπιτός
ἀταρπός
ἀταρτηρός
ἀ·ταρπός,
οῦ
(
ἡ
) [
ᾰτ
]
c.
ἀτραπός,
Il.
17, 743 ;
Od.
14, 1
.