ἀτεραμνώδης

ἀτεράμων

ἀτερηδόνιστος
ἀ·τεράμων, ων, ον, gén. ονος, cru, dur, Th. H.P. 2, 4, 2 ; fig. Ar. Ach. 181 ; Plat. Leg. 853d, etc.
Étym. cf. ἀτέραμνος.