ἄτερθε

ἀτερμάτιστος

ἀτέρμων
ἀ·τερμάτιστος, ος, ον [μᾰ] sans fin, infini, DS. 19, 1 ; joint à ἀόριστος, Thém. ou à ἀπεριόριστος, Bas.
Étym. ἀ, τερματίζω.