ἀθαλάττωτος

ἀθαλλής

ἀθαλπέως
ἀ·θαλλής, ής, ές, sans verdure ou sans feuillage, Oracl. (Ath. 524b) ; Plut. Pomp. 31.
Étym. ἀ, θάλλω.