Ἀθάνα

ἀθανασία

ἀθανατίζω
ἀθανασία, ας () [ᾱᾰᾰσ] immortalité, Plat. Phædr. 246a ||
E [] Sib. 2, 41, 150.
Étym. ἀθάνατος.