ἀθαυμαστία

ἀθαύμαστος

ἀθαυμάστως
ἀ·θαύμαστος, ος, ον :
1 non étonné, Luc. Am. 13 ||
2 qui me s’étonne de rien, Ath. 233b.
Étym. ἀ, θαυμάζω.