ἄθελκτος

ἄθεμις

ἀθεμιστία
ἄ·θεμις, ις, ι, gén. ιτος, coupable, Pd. P. 3, 56 ; Eur. Ion 1093 ||
Cp. -ίστερος, Opp. H. 1, 756 ; sup. -ίστατος, Sib. 1, 169.
Étym. ἀ, θέμις.