ἀθεμιτουργός

ἀθεμιτοφάγος

ἀθεμίτως
ἀθεμιτο·φάγος, ος, ον [ῐᾰ] qui vit d’injustice, Ptol. Tetr. 159.
Étym. ἀθ. φαγεῖν.