ἄθερμος

ἀθερολόγιον

ἀθερώδης
ἀθερο·λόγιον, ου (τὸ) pince à extraire des esquilles d’os, Orib. Fract. 11, 12 et 14, p. 97 et 98.
Étym. ἀθήρ, λέγω.