ἀθερώδης

ἀθεσία

ἀθέσμιος
ἀθεσία, ας () manquement à la foi jurée, Pol. 2, 32, 8 ; 3, 17, 2, etc. ; DS. 18, 32 ; Spt. Jer. 20, 8, etc.
Étym. ἄθετος.