ἀθροισματικός

ἀθροισμός

ἁθροιστέον
ἀθροισμός, att. ἁθροισμός, οῦ ()
1 rassemblement, Pol. 4, 22, 10 ||
2 t. de rhét. accumulation ou amplification, Lgn 23, 1 ||
3 condensation, Th. C.P. 5, 2, 1.
Étym. ἀθροίζω.