ἀτμιδόω-ῶ

ἀτμιδώδης

ἀτμίζω
ἀτμιδώδης, ης, ες [] vaporeux, Arstt. Meteor. 2, 4, 3, etc. ; Th. C.P. 3, 23, 2 ||
Cp. -έστερος, Arstt. Meteor. 1, 4, 2.
Étym. ἀτμίς, -ωδης.