ἀτραυμάτιστος

ἀτράφαξις

ἀτραφής
ἀτράφαξις, εως () Diosc. 2, 145, etc. ou mieux ἀτράφαξυς, υος () EM. 565, 17 ; Eust. Il. 539, 5 ; etc. ou ἀδράφαξυς, Phérécr. Gal. Orib. ou ἁδράφαξυς, Eust. Il. 539, 5, arroche, légume ; cf. ψευδατράφαξυς.