ἀτρέκεια

ἀτρεκέω-ῶ

ἀτρεκέως
ἀτρεκέω-ῶ (seul. part. ao. fém. -ήσασα) c. ἀκριϐόω, Eur. fr. 317.
Étym. ἀτρεκής.