ἀτρεμέω-ῶ

ἀτρεμέως

ἀτρεμής
ἀτρεμέως, adv.
1 sans trembler, Thgn. 978 ; Hpc. 1101d dout. ||
2 doucement, peu à peu, Q. Sm. 13, 36.
Étym. ἀτρεμής ; cf. ἀτρέμα.