ἀτρίακτος

ἀτρίϐαστος

ἀτριϐής
ἀ·τρίϐαστος, ος, ον [] non usé, c. à d. non rompu par l’habitude : πρός τι, Xén. Hipp. 8, 3, à qqe ch.
Étym. ἀ, *τριϐάζω de τρίϐω.