ἄτριπτος

ἄτριχος

ἀτριχόσαρκος
ἄτριχος, ἄτριχες, v. ἄθριξ.
ἄ·τριχος, ος, ον []
1 sans cheveux, Nonn. D. 3, 392 ||
2 sans poils, Call. Dian. 77.
Étym. cf. ἄθριξ.