Ἀτροπατία

ἀτροπία

ἀτρόπιος
ἀτροπία, seul. ion. ἀτροπίη, ης () inflexibilité, d’où :
1 raideur, obstination, Thgn. 218 ; A. Rh. 4, 1006 ||
2 folie, A. Rh. 4, 387.
Étym. ἄτροπος.