ἀτρύγητος

ἄτρυγος

ἀτρύμων
ἄ·τρυγος, ος, ον [Ῠῠ] sans lie, clair, limpide (vin, huile) Oracl. (Ath. 31c et Plut. M. 295e) ; Spt. Ex. 27, 20.
Étym. ἀ, τρύξ.